Новогреческий словарь
ολιγαρχία
ολιγαρχία
η
олигархия
;
χρηματιστική ~ — финансовая олигархия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
олигархия
? —
ολιγαρχία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολιγαρχία
? — олигархия
#
(ново)греческий словарь
—
μωαμεθανισμός
—
κάμπτω
—
μικροψυχία
—
πυρίτιο
—
ήδη
—
αμετάτροπος
—
λήξις
—
ευκέλαιο
—
δικαιοκρισία
—
ιστιοθήκη
—
ξυλάγγουρο
—
καμήλα
—
προχρονολόγηση
—
χειροπρίων
—
αντιμολυσματικός
—
πληθωρικός
—
παραδέχομαι
—
βαίνω
—
φταρμίζω
—
σύνοικος
—
βάβουλας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве