|
ο 1) человечек; 2) ничтожество; 3) добряк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человечек? — ανθρωπάκος как на (ново)греческом будет слово ничтожество? — ανθρωπάκος как на (ново)греческом будет слово добряк? — ανθρωπάκος как с (ново)греческого переводится слово ανθρωπάκος? — человечек, ничтожество, добряк — κατρανάς — τοπίο — ιδιομορφία — Ν — ζητιανάκι — εχθρικά — παρατηρήτρια — εικονογραφία — προσηγορικό — αλλαξοπιστώ — ντροπιάρης — τελεσιγραφικός — κασσιτέρωση — βαθύνοια — αναγέλασμα — ελατένιος — ζιζανιοκτόνος — ακοπτος — φιλεοσπλαγχνία — αντικαταλλαγή — εναρμονιστής |
|||