|
не обработанный механическим способом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не обработанный механическим способом? — αμακινάριστος как с (ново)греческого переводится слово αμακινάριστος? — не обработанный механическим способом — ταυτόσημος — ποδοκνημικός — αναβοώ — εκμεταλλευόμενος — χουβορνταλίκι — ανταλλαγμένος — αβγουλομάτης — αυτογέννηση — καταραμένος — θελα — κακοΰφαντος — λιγοζώητος — ανασηκώνομαι — αεροβάμων — αρθρίτης — διαταρακτικός — ακριβολόγος — αξελάκκιαστος — επισυνάπτω — υδροχόος — μάρκο |
|||