|
мириться, примиряться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мириться? — διαλλάσσομαι как на (ново)греческом будет слово примиряться? — διαλλάσσομαι как с (ново)греческого переводится слово διαλλάσσομαι? — мириться, примиряться — κάστρο — χονδρογένεση — νεκροθάπτης — ισοψηφία — Λιθουανή — γυρτός — ηδύγευστος — ανθρακεμπορία — αλλαντοποιία — οινομαγειρείο — αμπαλλάρω — κρυφοκοιτάζω — στειροποιώ — ζεύγος — ηγγέλθην — ευκολοπλησίαστος — επενδύτης — διορυγή — θεατρινίστικος — μισοβράζω — αχυρώνας |
|||