|
Мышь #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ποντικί? — — στομίς — πρόθυρα — ακόκκιστος — στριγγίζω — λοξόφθαλμος — ερωτιάρης — αγριωπός — ζαριά — παξιμαδιάζω — στρώμα — κεντρίζω — αμμόγη — απόθεμα — λευκόν — τεταρταίος — αλληλοσυλλυπούμαι — ανερχόμενος — μπεκρούλιακας — αρχοντοχωριύτικος — πορνογραφικός — άγευστος |
|||