|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διορισμένος? — — φρεναπάτη — μεταμορφωσιγενής — γκρέμισμα — μαλλιοτραβιέμαι — δαιμονολατρεία — σπατουλάρισμα — υαλουργία — αφρόγαλα — λαθυρισμός — αρχιεπιστολεύς — πιάστρα — ανθρακίτης — μηνιγγιτικός — σχοίνος — ευκολόσβηστος — απροικα — χημεία — πρακτορείο — κριγμός — διαφράσσω — ασημύ |
|||