|
η (чаще мн.ч.) бакенбарда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бакенбарда? — φαβορίτα как с (ново)греческого переводится слово φαβορίτα? — бакенбарда — επεκτατικός — ξίφιον — γλυκόξυνος — μουφλούζης — σύγαμπρος — κατακλιστής — φτειαγμένος — αρκουδόπουλο — αιγόδερμα — πλαγιοφύλαξη — επταετής — ιχθυογραφία — μεταρρυθμιστικά — μεγάθυμος — κατατάσσομαι — χέζου — σκορπίζομαι — περίφραχτος — υδρώπικας — χύμευση — ψηφοδόχος |
|||