|
ο газетчик, продавец газет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово газетчик? — εφημεριδοπώλης как на (ново)греческом будет слово продавец газет? — εφημεριδοπώλης как с (ново)греческого переводится слово εφημεριδοπώλης? — газетчик, продавец газет — βόγγος — πεσιμιστής — μιμήτρια — εξοδιάστρα — επτάχρωμος — μαστορική — μουφλουζιά — πετσοκόμματο — συμποσιακός — αρτάνη — σαμιακός — μονότροχος — εξοπλισμός — ανακωχεύω — εχινόδερμα — ειρημένος — τινάσσω — κηφηναρειό — ξυλομετρία — μπεζέρισμα — φροντιστής |
|||