|
το журнал; εβδομαδιαίο ~ — еженедельный журнал, еженедельник; λογοτεχνικό ~ — литературный журнал; τά ~ά — периодика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово журнал? — περιοδικό как с (ново)греческого переводится слово περιοδικό? — журнал — απηυθυσμένον — ζυγόθυρο — κερένιος — διακοσμώ — φωνοταινία — γονδολιέρης — υδροφόρος — μεγαλοαπατεώνας — χαψιά — πικρόγελο — κρασοβόλι — ακροδεσιά — αρμέχτρα — γωνιωτός — κρυφά — έχμα — καρδιαναστροφή — διαλογισμός — ψύχος — γεννολόγι — έγνων |
|||