|
медленно и долго жевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово медленно и долго жевать? — ματσουλίζω как с (ново)греческого переводится слово ματσουλίζω? — медленно и долго жевать — αποξήρανση — υποθρεψίο — προαναφερόμενος — εντεριώνη — τρίπατος — γραφέας — εξαγνιστήριος — ηλεκτροακτινολογία — φανατικός — ωχρομέλας — παρασέρνω — πεντάδραχμο — ιματιοφυλάκιο — περικλείω — κοίτη — προπαροξύνω — νέφος — στοιχειοθετούμαι — συμβάλλων — αναμάρτητο — βαφικός |
|||