Новогреческий словарь
εκμεταλλευόμενος
εκμεταλλευόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκμεταλλευόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τερματίζομαι
—
προίκα
—
μπούτι
—
διαλογιστικότητα
—
σάράκι
—
φωταντίτυπο
—
βουΐζω
—
αλληλοεξόντωση
—
ακυριολεκτώ
—
αποσείω
—
παγοκολώνα
—
διορισμένος
—
κλειδώνω
—
φενακιστικός
—
αγαλιανός
—
σφαδασμός
—
απόμπευτος
—
μελάνι
—
καφωδείο
—
νερουλάς
—
θεριακωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве