|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκμεταλλευόμενος? — — αντίξοος — καταμούτσουνα — αμάνικος — τρύπιος — χάρις — αψιδώ — αυτοσχεδιαστής — αποσβεστήρας — γυψουργία — γράπωμα — επικυρώνω — εξαλείφω — κεντράκι — γιαβουκλού — βιδωτός — εξασθένωση — παροπλίζω — μεταγένεση — φελλομάννα — σάχλας — υφαντός |
|||