|
ткацк. нечёсаный; неворсованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нечёсаный? — αξαντος как на (ново)греческом будет слово неворсованный? — αξαντος как с (ново)греческого переводится слово αξαντος? — нечёсаный, неворсованный — προϊσταμαι — ηθογράφηση — γελιέμαι — δενδροκομία — ευκολόπαρτος — πικραμυγδαλιά — αναπόταμα — ασύμφωνος — καμινέτο — βλαισόχειρ — προσέτι — ατσίδα — καταλυτής — σεισμόμετρο — ροδακινιά — πρήσκω — συζευγνύω — παλιόκορμο — διεκτραγώδηση — λογικεύω — υδροδόχη |
|||