|
η родник, ключ; источник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родник? — κρουνιά как на (ново)греческом будет слово ключ? — κρουνιά как на (ново)греческом будет слово источник? — κρουνιά как с (ново)греческого переводится слово κρουνιά? — родник, ключ, источник — κακοθανασία — ζωολογία — εκπυρσοκρότηση — αφηγήτρια — συνάγχη — ειδικευμένος — ασιδέρωτος — μεταξοκλωστική — ανακουνιούμαι — ακροθάλασσο — αποχωρίζομαι — κικούτα — καλαμποκέλαιο — λιπουρία — φυσομανώ — πραξικοπηματικός — εμπύημα — φαρμακοτεχνική — γέμος — λησταποδόχος — ειδική |
|||