|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άγλωσσος? — — επιτυχημένα — ανοσιούργημα — ουλίτιδα — εφιστώμαι — ξυπασιά — προμαχώ — κακόκαρδος — κατάστρωμα — επιστηρίζω — αερομετρητής — υποδηματοεπνδιορθωτής — δεύτερος — βέλτιστος — υπερλυπούμαι — στατιστικός — ευρυμάθεια — στρουθοκαμηλίζω — σελεμίζω — σέμνωμα — αναίματος — χόρευμα |
|||