|
выкорчевывать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξεριζώνω? — — πρεζάκιας — συμμετρικότητα — εμφατικός — πλαγιοβάδισμα — μυστηριακός — ουραγία — ερημικός — γαλακτίζομαι — τρόμπας — προσήνεμα — πόλισμαν — ανυπόμονος — συνδιαλέγομαι — καλά — κατασυκοφαντώ — θεόκλειστος — αναφερόμενος — εκσπλάγχνιση — θηρευτικός — πρωτόλουβος — καλαθοσφαίριση |
|||