|
(-ωνος) ο муссон (ветер) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово муссон? — μουσσών как с (ново)греческого переводится слово μουσσών? — муссон — εκφράττω — παρεπίδημος — παραψυχολογία — αντιπλοίαρχος — κρυολογώ — ίγγλα — εγχαράττω — ευμετακίνητος — κουνουπίδι — γλίτωμα — ραδιόφωνο — σειρίς — τσίμπλα — τρελούτσικος — δαλία — γραδάρω — αγρυρομαραγγιάζω — αμφια — έμβρυος — συνδικαλιστικός — αντισκωριακός |
|||