νοσηλευτική

формы словаβ
νοσηλευτική



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово νοσηλευτική? —


άρθηκαςεικοσιπεντύδραχμομισογεμισμένοςερρινίζωαμερικανοκρατούμαιιησουιτισμόςδιέςοριστικώςαποφοίτησηρεκλαμαδόροςγραφειοκράτισσαμοιραίοσκοπευτικογρούποςαμφιθεατρικόςστουμπώνωτουρκιάαβανιάσλαυικόςπεριπλέονεκβουτύρωση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit