|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νοσηλευτική? — — άρθηκας — εικοσιπεντύδραχμο — μισογεμισμένος — ερρινίζω — αμερικανοκρατούμαι — ιησουιτισμός — διές — οριστικώς — αποφοίτηση — ρεκλαμαδόρος — γραφειοκράτισσα — μοιραίο — σκοπευτικο — γρούπος — αμφιθεατρικός — στουμπώνω — τουρκιά — αβανιά — σλαυικός — περιπλέον — εκβουτύρωση |
|||