|
ржать (о лошади) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ржать? — χιλιμιντράω как с (ново)греческого переводится слово χιλιμιντράω? — ржать — επικονιασμένος — σήψη — αντιβούισμα — προστατεύω — λαδίλα — λαναρίζω — κύρτωμα — απαλλοτριωμένος — μπεηλίκι — φρεσκάρισμα — υπονομεύτρια — φρόνιμα — ετερόκοιλος — χωριστής — θεομίσητος — ανατιναγμός — κτηνωδία — ενθρονιασμός — ακροσμίχω — πανεράκι — στεγαστικός |
|||