Новогреческий словарь
ρινίτις
ρινίτις
(-ιδος) η мед.
ринит, насморк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ринит
? —
ρινίτις
как на
(ново)греческом
будет слово
насморк
? —
ρινίτις
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρινίτις
? — ринит, насморк
#
(ново)греческий словарь
—
οφιοειδή
—
μεθύω
—
προοιμιάζομαι
—
ναυτώνας
—
αψυχοπόνια
—
μικροβιομετρία
—
φρούτο
—
μουγκοφυσάω
—
αργάζω
—
παρεμποδίζω
—
συγκοινωνών
—
κωλοβαράω
—
θαλασσοθραύστης
—
νεότερος
—
συνέλιξη
—
αριστεροχέρης
—
μηλοχυμός
—
σωρός
—
ζωοπάζαρο
—
βούρτσισμα
—
περιπτεριούχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,