|
(-ιδος) η мед. ринит, насморк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ринит? — ρινίτις как на (ново)греческом будет слово насморк? — ρινίτις как с (ново)греческого переводится слово ρινίτις? — ринит, насморк — ανήλθον — βρογχοσκοπία — ορυκτολογία — κτηματίας — διετέθην — κατακάθι — γιδοκοπόπι — παρηγοριέμαι — συγκροτούμαι — σέσκουλο — ερίφι — γωνιογνώμων — λαδοπίθαρο — διαπύημα — αποπληρωμή — μισοξαπλωμένος — λιπαντικό — γρούζο — ασήκης — εικοσαετής — κολίτις |
|||