|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανδράδελφη? — — κολλεκτιβοποίηση — επιμελημένος — μελομανία — ξελιγουριάζομαι — βιοτεχνία — αγοράστρια — σαρκώδης — χόρδισμα — χημισμός — αριά — άφωνος — ακαμίνευτος — διασκεπτικός — απολειαίνω — φαρμακοσυλλέκτης — κακοπουλω — χερόβολο — διαμφισβητώ — αποπίνω — μανικιούρ — αδόλεσχος |
|||