|
το ветка, ветвь; === δέν τόν αφήνω σέ χλωρό ~ — преследовать (кого-л.); не давать покоя (кожу-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ветка? — κλαδί как на (ново)греческом будет слово ветвь? — κλαδί как с (ново)греческого переводится слово κλαδί? — ветка, ветвь — κεράτινος — ταλάντωση — αρμπαρόρριζα — τηλεκατευθυνόμενος — γούφα — σέξ-άπ(π)ήλ — χειροτερεύμα — παραξεκοντακιάζω — συναποκομίζω — τηλεγράφημα — μικροτέχνημα — καραβοτσακισμένος — διαπαρθένευση — αρμπακανέλλα — έλικα — αντισταθμιστικά — αλλούθε — αμφιάρθρωση — διχρονίτικος — αναβάνω — σαρκοκάρπιο |
|||