|
с двумя ручками (о сосуде) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с двумя ручками? — δίωτος как с (ново)греческого переводится слово δίωτος? — с двумя ручками — βράχνιασμα — μπουκάλα — κριάς — ωοπαραγωγικός — σφάκα — τετρασύλλαβος — μύκητας — χαϊδούλης — καταρρακτώδης — γλαυκωπός — χυδαιολογώ — μπρισίμι — λεξικολογικός — ισοϋψής — παροιμιώδης — συναυτουργία — μαλθακός — ποδοβολητό — λογάδην — φιλόθεος — οδογράφος |
|||