|
το прям., перен. зенит; στό ~ τής δόξας — в зените славы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зенит? — μεσουράνημα как с (ново)греческого переводится слово μεσουράνημα? — зенит — εκπολιόρκηση — ιεροσυλία — απολειφάδι — γνωμολογία — λιμναίος — φθίση — πλακουτσωτός — ερύθημα — βρέφος — πιστόνι — μεσόφρυδο — φίλεργος — ανταπόκριση — κατόρθωμα — λιθάρι — χαρταετός — όρυξη — μονιμότητα — αλλεπάλληλος — ιοντώ — μπεκρολόγημα |
|||