|
быстро бежать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быстро бежать? — γοργοδρομώ как с (ново)греческого переводится слово γοργοδρομώ? — быстро бежать — μισόξενος — παλληκαράς — ανάχωμα — διπλασιασμένος — διεκφεύγω — ψηφοφορία — ανημποριάζω — κλινάμαξα — χοχολιέμαι — ζωοφυσική — μορεών — χνούς — αποκρυστάλλωμα — λιθογραφία — καφάσι — αερινός — μπούρσα — κηρός — καλαμοκάνης — απορριπτικά — στιγματισμός |
|||