|
το пряжка, застёжка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пряжка? — θηλυκωτήρι как на (ново)греческом будет слово застёжка? — θηλυκωτήρι как с (ново)греческого переводится слово θηλυκωτήρι? — пряжка, застёжка — ψευματίζω — τσαμπουκαλής — μουρμουράω — Κεραμεικός — ριτσινόλαδο — ουμανιστής — αρτεργάτρια — ιερέας — μικρουλάκι — στρώνομαι — ερυθρόδερμοι — διφορούμενος — γυαλάς — αίσχος — δηνάριο — γλωσσομιξία — κτηνοβάτης — καρμπολάχανο — ανθρωπίλα — αναγωγέας — βενζίνα |
|||