Новогреческий словарь
τηγανόψωμο
τηγανόψωμο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τηγανόψωμο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δύνω
—
συσφίγγω
—
τσίμπλα
—
διετράφην
—
κτηματολογικός
—
έκτακτος
—
ανθισμένος
—
κλάδα
—
Αράπης
—
γυαλόχαρτο
—
οξειδοαναγωγή
—
ραφιδογράφος
—
ακανθοφόρος
—
ακαλοκάμωτος
—
πλακομούνι
—
γλυκοπυρώνομαι
—
υδροκυάνιο
—
μοσχαροκεφαλή
—
καταψύχομαι
—
καύχηση
—
αναδιπλωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω