|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τηγανόψωμο? — — νεροτσουλήθρα — νευρικός — επηγκενίς — γαμψώνυξ — παλικαριά — βραχυλογία — κατακόβομαι — πρέπων — κούλουρη — οδηγικός — μπανιάρω — παντογράφος — δεξιόχειρας — γονεϊκός — επισκίασις — κουταλάκι — αποσμβουλεύω — χάλυψ — περιληπτικός — παρεπόμενα — τρικέφαλος |
|||