|
относящийся к большинству; ~ό (εκλογικό) σύστημα — мажоритарная избирательная система #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к большинству? — πλειοψηφικός как с (ново)греческого переводится слово πλειοψηφικός? — относящийся к большинству — γκιοστέκι — βηματοδρομία — ξυραφιά — σμυριδοχάρτης — χιονότρυπα — καπιταλίστρια — αναξέρασμα — αποξηραίνομαι — παρεμποδίζω — πλάθω — στομαχιάζω — φακελοποιείο — μελοποίηση — εκλειπτικός — βορβουλιά — ηγεμονόπαιδο — αναφαίνομαι — υποτιμώ — εύσαρκος — μούχλας — προεκτείνω |
|||