|
(αόρ. (ε)περίμεινα и περιέμεινα) 1) ждать, ожидать; περίμενε μιά στιγμή — подожди (одну) минуту; δέν τό περίμενα αυτό — [phrase]я этого не ожидал[/phrase]; 2) надеяться (на что-л.); ~ουμε ενισχύσεις — [phrase]надеемся получить подкрепление[/phrase]; === τόν ~ουν — [phrase]он при смерти[/phrase]; περίμενε! — [phrase]жди больше![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ждать? — περιμένω как на (ново)греческом будет слово ожидать? — περιμένω как на (ново)греческом будет слово надеяться? — περιμένω как с (ново)греческого переводится слово περιμένω? — ждать, ожидать, надеяться — λιθοξοϊκός — κριθάλευρο — αναργυρία — λεηλασία — αναλύομαι — χαρτί — ομοιογενοποίηση — νηματοπονητικός — προεξοφλητής — επιδιαιτητικός — εργατα — σφήγκα — τραπεζίτης — βραδυτόκος — οπίσω — καταζήτηση — μουνοπλημμύρα — αιματώδικος — σπάθα — γκριζοπράσινος — ίσως |
|||