|
ο воен. лейтенант (во флоте) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейтенант? — ανθυποπλοίαρχος как с (ново)греческого переводится слово ανθυποπλοίαρχος? — лейтенант — συσκευασία — δράπανο — υπερτιμώ — ζυθεστιατόριο — Λονδρέζα — πάσα — Ολλανδή — ανίκητος — τόρευση — τερατόμορφος — εντροπιάζω — μονοθέσιος — μαγνήτιση — κατουράω — βενζολισμός — τσίτωμο — βασιλοπούλι — φρικαλέος — χουχουριστής — δακτυλόγραφος — ερυσιβώδης |
|||