Новогреческий словарь
ανεμοστοιβή
ανεμοστοιβή
η 1)
сугроб
;
2)
метель, вьюга
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сугроб
? —
ανεμοστοιβή
как на
(ново)греческом
будет слово
метель
? —
ανεμοστοιβή
как на
(ново)греческом
будет слово
вьюга
? —
ανεμοστοιβή
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεμοστοιβή
? — сугроб, метель, вьюга
#
(ново)греческий словарь
—
απεικόνισμα
—
ποτές
—
καχεκτικότητα
—
πασσάλωσις
—
θερμοφωταύγεια
—
φαγάκι
—
βράχυνση
—
βουλευτηλίκι
—
γύρεμα
—
αποπαρμένος
—
δικάσιμο
—
επίστεγον
—
σωληνίσκος
—
χαρισματικός
—
βρισιάρης
—
ελεφαντόδοντο
—
φαταλίστρια
—
μεταλλικό
—
τρελοκατάσταση
—
ενδοκρινολόγος
—
κοσμοσωτήριος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве