|
коралловый (тж. о цвете); ~α ύφαλος — коралловый риф; ~α χείλη — коралловые губы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коралловый? — κοράλλινος как с (ново)греческого переводится слово κοράλλινος? — коралловый — διεισδυτικός — αιμόσταση — καλαθάρα — φυλακίζω — πλακοστρώνω — αμαζόνειος — πτωχεύω — κάδη — αδιάσειστος — κακοπέραση — επίθετο — άπυρος — ζαφειρόπετρα — σιγουράρω — σκαμμένος — παλικαριάτικο — γλυκοφίλητος — κηροειδής — φανταχτός — ακατάληχτος — δίφραγκο |
|||