Новогреческий словарь
αυτοκέφαλος
αυτοκέφαλ|ος
церк.
автокефальный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
автокефальный
? —
αυτοκέφαλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοκέφαλος
? — автокефальный
#
(ново)греческий словарь
—
πεντάωρο
—
αμίαντος
—
διπλάρωμα
—
ανδραπόδιση
—
απόγραφος
—
αδιπλασίαστος
—
ψευτονταής
—
κατατριβή
—
στυππείον
—
τσιμεντοκονίαμα
—
βαμπακέλλα
—
σουιετενία
—
καταστρέφω
—
στιλβωμένος
—
αναβιβαστήρας
—
ραίνω
—
δικαιωμένος
—
αποκάρωμα
—
δακτυλογραφώ
—
γιορτιάτικος
—
υδροστρόβιλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω