|
το рис #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рис? — ρίζι как с (ново)греческого переводится слово ρίζι? — рис — ψιμυθιώνω — ατέντωτος — πρωτάθλημα — απριόρι — προωθητικός — απροκοπία — προσχηματικώς — κυτταροπαθολόγος — ένδικος — ξεφτισμένος — καλοθρεμμένος — νυμφαία — γαλακτοπαραγωγός — ανησυχαστικά — ευρετικός — φουντουκής — απερίφραστος — φρουκτόζη — μίγμα — υποχρεώνω — πεντάεδρο |
|||