|
η изумление; προκαλώ (или προξενώ, κάνω) ~ — поражать, изумлять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изумление? — κατάπληξη как с (ново)греческого переводится слово κατάπληξη? — изумление — συστάς — ποδάρι — γυναικοκατακτητής — τσακπίνα — ρεμούλκα — σχίζομαι — προμύθιον — καψυλλίωση — επακόλουθο — ξεμούχλιασμα — τουμπανιασμένος — ξημέρωμα — ερρωμένος — εθνοφρουρά — μελίτωση — ριζόγαλο — αναστενάρης — γυαλόχαρτο — ανάριωμα — πηλοπατώ — εύδρομος |
|||