|
1) монастырский; 2) живущий в монастыре #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монастырский? — μοναστηρήσιος как на (ново)греческом будет слово живущий в монастыре? — μοναστηρήσιος как с (ново)греческого переводится слово μοναστηρήσιος? — монастырский, живущий в монастыре — εξανθρακωτικός — κλομπ — συνάλληλος — τζαμωτός — αντιπρόποσις — λεβεντόπαιδο — απόκρημνος — κατέναντι — οικογενειακότητα — γλείφω — στραμπούλισμα — σύρτις — μεροφάι — επανόρθωση — αυτοδύναμα — φυσιοκρατία — δασοφύλακας — αποκαλυπτήριος — ενθαρρυντικός — μεθαυριανός — δίτοννος |
|||