|
лечиться в больнице #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лечиться в больнице? — νοσηλεύομαι как с (ново)греческого переводится слово νοσηλεύομαι? — лечиться в больнице — συμμαζώνω — αφυσητός — κατάφωτος — κωβώνι — απρογμοσύνη — εργατικότητα — ρουχισμός — καταφιλάω — αγγειοσπασμός — προδοτικά — νταμιτζάνα — απροστάτευτος — χοντρέλλος — σαπίλα — ξιφομαχώ — πρωτάκουστος — χαρμάνι — φιννικός — σκορδοφαγία — μυογράφος — τζάνεμ |
|||