Новогреческий словарь
ενθλίβω
ενθλίβω
вминать, вдавливать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вминать
? —
ενθλίβω
как на
(ново)греческом
будет слово
вдавливать
? —
ενθλίβω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενθλίβω
? — вминать, вдавливать
#
(ново)греческий словарь
—
κατηγορικός
—
αντικανονιστικός
—
δικός
—
απαυδίζω
—
ταινιοθήκη
—
συναυτουργός
—
τετραπληγία
—
σταχτώνω
—
καταστρέφομαι
—
κρύσταλλο
—
δίτοννος
—
οκταπύρηνος
—
ανθρωπομορφικά
—
ευρετίκια
—
καπιταλάκι
—
γαλανάδα
—
εξυψωτικός
—
γαρουφαλόλαδο
—
μυκτήρ
—
μεταλλοχημικός
—
οικοδεσπότης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,