|
вминать, вдавливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вминать? — ενθλίβω как на (ново)греческом будет слово вдавливать? — ενθλίβω как с (ново)греческого переводится слово ενθλίβω? — вминать, вдавливать — αδράζω — ξερρηχαίνω — ξαγοράρης — βουλευτικό — φιλαναγνώστης — αιτιατός — κρούσω — κεφαλιάτικο — θεατρομανία — απειραγάθως — εκδήλως — πτερώνομαι — ειμαρμένον — αντιπαραβάλλω — ασημοκλαίω — ρυζόχαρτο — κουτσομπόλικος — μεθυλαλκοόλη — στρατόσφαιρα — φυγοπονία — εξασθενώ |
|||