|
: ~ πυρετός ο — мед. мальтийская лихорадка #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μελιταίος? — — αντραλίζω — αβάντσο — αποφοιτήσας — πτωματικός — διαμαντικό — αστεροφεγγής — στρούγκος — εξίσου — σπρώχνω — ανέγνοιαστος — αδιάπλευστος — γλείμμα — οιακιστής — τσουτσέκι — ψυχολάτρης — απόθεση — παιγνιώδης — κρατικοποίηση — στιγμιογράφηση — μειράκιο — σάτιρα |
|||