|
το заклёпка (металлическая) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заклёпка? — καζανόκαρφο как с (ново)греческого переводится слово καζανόκαρφο? — заклёпка — πεσσιμισμός — μολαταύτα — συνδετήριος — εκθέτω — φωνογράφος — στοιχειώδης — προμαχώ — διαμάντι — προσπάθεια — γλείφτης — ρούμπος — απολυτρωτής — επίτονος — χρυσοκάνθαρος — μαγκλαράς — μεσοζωϊκός — ιδρωτικός — εργατικός — δυάς — πάνδημος — Αίγυπτος |
|||