|
драгоценный (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драгоценный? — χιλιάκριβος как с (ново)греческого переводится слово χιλιάκριβος? — драгоценный — αρχηγεύω — ηθητήρας — συστασιάζω — αναγέννηση — ιπποδρομία — φωσφατίδια — ενδιάθετος — μεταφύτευμα — πιστεύω — εξέμπλιον — πενταπλασιασμός — αποτίμημα — πουστράκι — περιθωράκιο — δωρεά — καλνώ — αρετή — ηλιολατρικά — τυρφώδης — μεγαλοεπιχειρηματικός — τριβέλλισμα |
|||