Новогреческий словарь
χιλιάκριβος
χιλιάκριβ|ος
драгоценный
(о человеке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
драгоценный
? —
χιλιάκριβος
как с
(ново)греческого
переводится слово
χιλιάκριβος
? — драгоценный
#
(ново)греческий словарь
—
τυμπανίστρια
—
σιόρα
—
δεκατετραετία
—
οφθαλμοφανώς
—
φαβορί
—
αποκηρύχνω
—
ξυλόσφυρο
—
στιγμή
—
κουρελής
—
πονεντομαΐστρος
—
εξειλιγμένος
—
χολικός
—
κατασχίζω
—
συνένωση
—
περιληπτικός
—
αβούλλωτος
—
απρόθετος
—
γενίκεψη
—
απόβροχα
—
σκιώδης
—
γραμματοσημοσυλλέκτρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве