|
ο эстонец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эстонец? — Εσθονός как с (ново)греческого переводится слово Εσθονός? — эстонец — λαχταράω — αστροφάνεια — κρεμάλα — τελειόφοιτος — διορύττω — νεωδόχος — εργόμετρον — ανωδυνία — υμνητικός — ντέ — σωρός — αταύτιστος — περιθωριοποιούμαι — ξεγέννημα — διατεθειμένος — αβροέπεια — επίδρομος — συρράπτω — άγαλος — αρχείο — λιακωτό |
|||