|
το фонарик; ~ της τσέπης — карманный фонарик; τό χάρτινο ~ — китайский фонарик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фонарик? — φαναράκι как с (ново)греческого переводится слово φαναράκι? — фонарик — λεπτουργώ — αναδρομικώς — διώκτρια — γυναίκα — απορροή — βουτυροειδής — δρυοβάλανος — καράτε — ίβις — κορφολόγημα — καταπολεμιέμαι — συναγρίδα — καταστρατήγηση — Σαδδουκαίος — εκπνευση — κατακρύπτω — εισαγωγέας — αδιεκπεραίωτος — λιμενοδείκτης — γνώμονας — φλεγμονώδης |
|||