|
το твёрдое тело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово твёрдое тело? — στερεό как с (ново)греческого переводится слово στερεό? — твёрдое тело — τσελβόλε — φωτογραφική — αριστερίστρια — ζαρτιέρα — θερσίτειος — χρησμός — δίκαννος — αιματοκυλώ — φαρμακοποιία — χρωματίνη — ανακαινιστής — ερωμανία — απόστολος — κιούπι — εδραιώνω — ράμμα — γαλατερά — υπερκέρδος — σκοτάδι — ελαιοπαραγωγή — απογέννημα |
|||