|
засаливаться (о волосах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово засаливаться? — πινιάζω как с (ново)греческого переводится слово πινιάζω? — засаливаться — αμβροσία — γωνιογνώμων — αγνωστικισμός — αβλεπής — μεθοκόππι — πολυξακουσμένος — αλληλοδιάδοχα — αιμοβορία — ανασταλτικός — κωδωνίζω — αδιευθέτητος — σαγή — μεσολάβηση — παραπέρα — χεζάς — ενδεής — επίπεδες — αυτοπεριορισμός — κατιμάς — απέθανον — γλωσσοκοπανάω |
|||