|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντίκλαρο? — — ισοβάθμιος — διεφθαρμένος — μασκαρευω — αμφίζυγος — αξαδέρφισσα — ζωέμπορας — ταυτίζω — κοιλιακός — θειαφοκέρι — διαιωνίζομαι — ιδές — μυδραλλιοβόλον — λαχανάρμιά — ρυθμιστής — μπαλαμούτι — προσκοπικός — σιδηρωτήριο — τσουρουφλίζω — παραφίνη — ενσταύλιση — αετονύχης |
|||