|
η лимузин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лимузин? — λιμουζίνα как с (ново)греческого переводится слово λιμουζίνα? — лимузин — πολυκερδώς — κοπρόχωμα — αψάδα — ετυμολογία — δίμοιρον — κοκκινογούλι — παρακινώ — ανιδιοτελές — αναρρωτικός — ανεξίτηλος — ξυλομετρία — χτενίδια — διάστρεμμα — εσπεριδοειδή — σαμπάνια — γυμνόσπερμα — υποκρίνομαι — καταπέλτης — καουτσούκ — μπελτές — αβολιά |
|||