Новогреческий словарь
καρκινοειδής
καρκινοειδ|ής
1.
похожий на краба
;
2. мн.ч.
τά ~η — зоол. ракообразные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
похожий на краба
? —
καρκινοειδής
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρκινοειδής
? — похожий на краба
#
(ново)греческий словарь
—
απαθανατισμός
—
ρούφουλας
—
παραμελούμενος
—
πτυχή
—
αποζυγώνω
—
υδρωπικός
—
καμουφλάρω
—
κύρτωμα
—
φαλαγγηδόν
—
ενδοφλεβίως
—
αιγυπτιολογικός
—
ψαθοχώρι
—
ηθογράφηση
—
κατασβήνω
—
καταγγελία
—
αποκάμωμα
—
εξέλαση
—
πιάτσα
—
μινάρω
—
ασύμπηκτος
—
κοχιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве