|
το восьмичасовой рабочий день #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восьмичасовой рабочий день? — οχτάωρο как с (ново)греческого переводится слово οχτάωρο? — восьмичасовой рабочий день — εδίδαξα — μαρμαρόστρωτος — ερεβινθώδης — παθογένεια — αναβρύω — αμνηστευτικός — εξανδραπόδιση — αφακέλλωτος — αψινθάτο — γοητεύω — βιοχημεία — ενδοστρέφεια — σταθεροποιητικός — φόμπ — αλαφράδα — αυτο- — αγελαδήσιος — γκαλόπ — κουρκούτι — δερμικός — εξέρρηξα |
|||