|
ο миф., поэт. Пегас; ιππεύει τόν Πήγασον — [phrase]он оседлал Пегаса, на него нашло вдохновение [/phrase] (о поэте) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Пегас? — Πήγασος как с (ново)греческого переводится слово Πήγασος? — Пегас — ζώστρα — τόξευμα — γκάζι — αμμιά — ημιολία — αναλυτικός — τουρκιστί — λάγκεμα — μωαμεθανισμός — βάρος — τορπιλλοθέτις — φθονερά — κοντακιά — αδιάδοχος — ξεφάντωμα — αμμουδιάτικο — αιματόξυλο — γλυκοχαράζει — αναρχούμενο — χαιρέκακος — αρωματίζομαι |
|||