|
увлажняться; ηγράνθηκαν τά μάτια (или οι οφθαλμοί) — [phrase]глаза увлажнились, стали мокрыми от слёз[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увлажняться? — υγραίνομαι как с (ново)греческого переводится слово υγραίνομαι? — увлажняться — σκασμός — αλληλοσπαραγμός — γαργαλίδι — αφύλαχτος — φορεμένος — αγρυκνώ — Εδέμ — ήδη — συνεργεία — σαπούνι — οκτάβα — απόξεσμα — εγκαρδιότητα — μαινάδα — λεβεντιά — τραύλισμα — προκληροδοτώ — τείνω — βίδωμα — σηρικό — συμπολιτεία |
|||